-
1 αφροντισία
αφροντισιά η беззаботность, беспечность -
2 ἀφροντισία
-
3 αφροντισιά
bakımsızlık, kayıtsızlık -
4 bakımsızlık
αφροντισιά -
5 небрежность
небрежность ж η αμέλεια* η αφροντισιά· η ολιγωρία (халатность); по \небрежностьи από αμέλεια* * *жη αμέλεια; η αφροντισιά; η ολιγωρία ( халатность)по небре́жности — από αμέλεια
-
6 беззаботность
беззаботн||остьж ἡ ξεγνοιασιά, ἡ ἀφροντισιά, ἡ ἀμεριμνησία. -
7 беспечность
беспечн||остьж ἡ ξε(γ)νοιασιά, ἡ ἀφροντισιά, ἡ ἀμεριμνησία. -
8 благодушие
благоду́ш||иес ἡ ήρεμία, ἡ γαλήνη, ἡ μακαριότητα [-ης]/ ἡ ἀμεριμνησία, ἡ ξεγνοιασιά, ἡ ἀφροντισιά (беззаботность). -
9 небрежность
небрежн||остьж1. (неаккуратность) ἡ ἀμέλεια, ἡ ἀναμελιά, ἡ τσαπατσουλιά, ἡ ἀφροντισιά / ἡ ἀτημελησιά (в одежде)·2. (безразличие, пренебрежение) ἡ ἀδιαφορία -
10 неряшество
неря́||шество, неря́||шливость с., ж1. (неопрятность) ἡ ἀκαταστασία, ἡ ἀτημελησία/ ἡ τσαπατσουλιά (человека)·2. (небрежность) ἡ ἀφροντισία. -
11 неряшливость
неря́||шество, неря́||шливость с., ж1. (неопрятность) ἡ ἀκαταστασία, ἡ ἀτημελησία/ ἡ τσαπατσουλιά (человека)·2. (небрежность) ἡ ἀφροντισία. -
12 беззаботность
[*][μπιζζαμπότναστί ουσ. θ. αφροντισιά -
13 беззаботность
[*][μπιζζαμπότναστί ουσ θ αφροντισιά -
14 беззаботность
-и θ.αμεριμνησία, αφροντισιά, ξενοιασιά. -
15 беспечность
-и θ.αμεριμνησία, αφροντισιά, ξέγνοια, -σιά. -
16 бесшабашность
-и θ.1. αφροντισιά, αμεριμνησία.2. ριψοκινδύνευση, τολμηρότητα. -
17 заброс
-а α.παραμέληση, παράβλεψη, αφροντισιά, εγκατάλειψη. -
18 небрежность
-и θ.1. ολιγωρία, αμέλεια, αδιαφορία χαλαρότητα. || αφροντισιά, αμερημνησία, ραθυμία. || τσαπατσουλιά, ατασθαλία.2. εγκατάλειψη, παράτημα. -
19 обломовщина
-ы θ.απάθεια, αμερ ιμνησία, αφροντισιά, απραγματοσύνη, ξεγνοιασιά• νωθρότητα, νωχέλεια. -
20 рассеянность
-и θ.1. απροσεξία• αφηραμά-δα• ξεχασμάρα.2. παλ. αμεριμνησία, αφροντισιά• ξέσκασμα, διασκέδαση, γλέντι.3. διασπορά, σκόρπισμα•рассеянность поселений διασπορά των εποικισμών.
См. также в других словарях:
ξε(γ)νοιασιά — η αφροντισιά, έλλειψη φροντίδων, αδιαφορία. ξενοιασιά η ξενοιασιά, η και ξεγνοιασιά, η αφροντισιά, αμεριμνησία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άμελος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει επιμέλεια, που δείχνει αδιαφορία, αφροντισιά, ανέμελος, φυγόπονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμελώ. ΠΑΡ. νεοελλ. αμελιά] … Dictionary of Greek
άτηκτος — η, ο (AM ἄτηκτος, ον) [τήκω] αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να λειώσει αρχ. ανυπότακτος, σκληρός. ατημέλεια και ατημελησία, η (Μ ἀτημέλεια και μελησία) [ατημελής] παραμέληση, ολιγωρία, αφροντισιά νεοελλ. αδιαφορία για το ντύσιμο και… … Dictionary of Greek
αδιαφορία — Η έλλειψη ενδιαφέροντος, αμέλεια, αφροντισιά, απάθεια· (αρχ.) έλλειψη διαφοράς. (Θρησκ.)Έλλειψη ενδιαφέροντος για τα θέματα που αφορούν τις θρησκευτικές αξίες. Η α. είναι αντίθετη του φανατισμού και καταδικάζεται από την Αγία Γραφή, γιατί συχνά… … Dictionary of Greek
αμεριμνησία — η [μεριμνώ] το να είναι κανείς απαλλαγμένος από μέριμνες, αφροντισιά, ξενοιασιά … Dictionary of Greek
αμεριμνοσύνη — η [αμέριμνος] αμεριμνησία, αφροντισιά … Dictionary of Greek
αναμελιά — και ανεμελιά, η [ανάμελος] αμέλεια, αδιαφορία, αφροντισιά, ατημελησία, ξενοιασιά … Dictionary of Greek
Πλίνιος Κεκίλιος Σεκούνδος — (Plinius Caecilius Secundus). Όνομα 2 Λατίνων συγγραφέων. 1. Γάιος Π. Κ. Σ., ο πρεσβύτερος (Κόμο 23 μ.Χ. – Σταβία – Κόλπος Νεάπολης 79). Σ’ ένα εγκυκλοπαιδικό έργο, που αποτελείται από 37 βιβλία (το μοναδικό από αυτά που σώθηκε αποτελεί πολύτιμη… … Dictionary of Greek
αδιαφορία — η έλλειψη ενδιαφέροντος, αφροντισιά: Δείχνει αδιαφορία για τη δουλειά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμεριμνησία — αμεριμνησία, η και αμεριμνία, η αφροντισιά, ξεγνοιασιά: Αμεριμνησία σαν τη δική σου δεν έχω ξανασυναντήσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ολιγωρία — η αμέλεια, αδιαφορία, αφροντισιά: Η ολιγωρία φέρνει πολλές φορές τη συμφορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)